- κοινοπαθής
- κοινοπαθής, -ές (AM)αυτός που συμπάσχει, συμπονετικός.επίρρ...κοινοπαθῶς και -έως (Α)(για τον Ιησού Χριστό) με τρόπο όμοιο με το κοινό πάθος, όπως πάσχουν οι άνθρωποι («κοινοπαθέως κοιμηθέντα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -παθής (< πάθος, πρβλ. ηδυ-παθής, ταχυ-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.